συκαμίνων

συκαμίνων
σῡκαμί̱νων , συκάμινον
fruit of the
neut gen pl
σῡκαμί̱νων , συκάμινος
mulberry-tree
masc/fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρόον — τὸ, Α 1. (κατά τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων» 2. (κατά τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ῤοῦς «καρπός κατάλληλος για ειδική χρήση» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς τής… …   Dictionary of Greek

  • συκάμινο — Πεδινός οικισμός (809 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 1.045 κάτ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Κατηφόρι (39 κάτ., υψόμ. 25 μ.), Καμάρι (30 κάτ.), Νέο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”